σαββατικός

σαββατικός
-ή, -ό
1. σαββατιάτικος.
2. αυτός που έρχεται έβδομος στη σειρά των ετών ή των μηνών: Σαββατικό έτος. – Σαββατικός μήνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σαββατικός — for a Jew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαββατικός — ή, ό / σαββατικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σάββατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος 2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως β) «σαββατικός μην» ο… …   Dictionary of Greek

  • Σαββατικόν — Σαββατικός for a Jew masc acc sg Σαββατικός for a Jew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικαῖς — Σαββατικός for a Jew fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικοῦ — Σαββατικός for a Jew masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικούς — Σαββατικός for a Jew masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικῆς — Σαββατικός for a Jew fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαββατικήν — Σαββατικός for a Jew fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαββατιαίος — α, ο, Ν σαββατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. ιαίος* (πρβλ. μην ιαίος). Η λ., στο θηλ. σαββατιαία (επιθεώρησις), μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”